ασβέστωση

ασβέστωση
[-ις (-εως)] η см. ασβέστωμα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ασβέστωση" в других словарях:

  • ασβέστωση — η (Μ ἀσβέστωσις) το ασβέστωμα, το άσπρισμα …   Dictionary of Greek

  • κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… …   Dictionary of Greek

  • χονδροασβέστωση — η, Ν ιατρ. ασβεστοποίηση τών αρθρικών χόνδρων, άγνωστης παθογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chondrocalcinosis < chondro (< χόνδρος) + calcinosis «ασβέστωση»] …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • κονίαση — η επίχριση του τοίχου με κονίαμα, ασβέστωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»